Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀξυγκρότητος
ἀξυλία
ἄξυλος
ἀξυρής
ἀξύστος
ἄξων
ἀογκέω
ἄογκος
ἀοζέω
ἀοζία
ἄοζος
ἄοζος2
ἀοιδά
ἀοιδή
ἀοιδιάω
ἀοιδικός
ἀοίδιμος
ἀοιδοθέτης
ἀοιδοκῆρυξ
ἀοιδομάχος
ἀοιδοπόλος
View word page
ἄοζος
servant
ShortDef
servant
with no or few branches> ἄνοζος
Debugging
Headword:
ἄοζος
Headword (normalized):
ἄοζος
Headword (normalized/stripped):
αοζος
IDX:
9725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9726
Key:
Data
{'content': 'servant'}