Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρυσεόστολμος
χρυσεόστολος
χρυσεόταρσος
χρυσεοφεγγής
χρυσεργής
χρυσεργός
Χρυσεύς
χρυσευτική
χρυσεψητής
Χρύση
χρυσήγορος
Χρυσηΐς
χρυσηλάκατος
χρυσήλατος
χρυσήλεκτρος
χρυσήνιος
χρυσήρης
Χρύσης
χρυσιαῖος
χρυσίδιον
χρυσίζω
View word page
χρυσήγορος
of golden eloquence

ShortDef

of golden eloquence

Debugging

Headword:
χρυσήγορος
Headword (normalized):
χρυσήγορος
Headword (normalized/stripped):
χρυσηγορος
IDX:
97223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97224
Key:

Data

{'content': 'of golden eloquence'}