Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρυσεόπλοκος
χρυσεόρρυτος
χρύσεος
χρυσεοσάνδαλος
χρυσεόσκαπτρος
χρυσεόστολμος
χρυσεόστολος
χρυσεόταρσος
χρυσεοφεγγής
χρυσεργής
χρυσεργός
Χρυσεύς
χρυσευτική
χρυσεψητής
Χρύση
χρυσήγορος
Χρυσηΐς
χρυσηλάκατος
χρυσήλατος
χρυσήλεκτρος
χρυσήνιος
View word page
χρυσεργός
making
ShortDef
making
Debugging
Headword:
χρυσεργός
Headword (normalized):
χρυσεργός
Headword (normalized/stripped):
χρυσεργος
IDX:
97218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97219
Key:
Data
{'content': 'making'}