Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρονιστέος
χρονιστός
χρονογραφέω
χρονογραφία
χρονογράφος
χρονοκρατέω
χρονοκράτωρ
χρονολάβον
χρόνος
χρονοτριβέω
χρονόω
χρούστη
χρυσάετος
χρύσαιγις
χρυσαΐζω
χρυσάκτιν
χρυσαλλίς
χρύσαμμος
χρυσαμοιβός
χρυσάμπυξ
χρυσάνθεμον
View word page
χρονόω
make temporal

ShortDef

make temporal

Debugging

Headword:
χρονόω
Headword (normalized):
χρονόω
Headword (normalized/stripped):
χρονοω
IDX:
97168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97169
Key:

Data

{'content': 'make temporal'}