Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρονιστέον
χρονιστέος
χρονιστός
χρονογραφέω
χρονογραφία
χρονογράφος
χρονοκρατέω
χρονοκράτωρ
χρονολάβον
χρόνος
χρονοτριβέω
χρονόω
χρούστη
χρυσάετος
χρύσαιγις
χρυσαΐζω
χρυσάκτιν
χρυσαλλίς
χρύσαμμος
χρυσαμοιβός
χρυσάμπυξ
View word page
χρονοτριβέω
to waste time, loiter

ShortDef

to waste time, loiter

Debugging

Headword:
χρονοτριβέω
Headword (normalized):
χρονοτριβέω
Headword (normalized/stripped):
χρονοτριβεω
IDX:
97167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97168
Key:

Data

{'content': 'to waste time, loiter'}