Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρόνιος
χρονιότης
χρονίσκος
χρονισμός
χρονιστέον
χρονιστέος
χρονιστός
χρονογραφέω
χρονογραφία
χρονογράφος
χρονοκρατέω
χρονοκράτωρ
χρονολάβον
χρόνος
χρονοτριβέω
χρονόω
χρούστη
χρυσάετος
χρύσαιγις
χρυσαΐζω
χρυσάκτιν
View word page
χρονοκρατέω
to be dominant for a specified period
ShortDef
to be dominant for a specified period
Debugging
Headword:
χρονοκρατέω
Headword (normalized):
χρονοκρατέω
Headword (normalized/stripped):
χρονοκρατεω
IDX:
97163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97164
Key:
Data
{'content': 'to be dominant for a specified period'}