Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρονίζω
χρονικός
χρονιόομαι
χρόνιος
χρονιότης
χρονίσκος
χρονισμός
χρονιστέον
χρονιστέος
χρονιστός
χρονογραφέω
χρονογραφία
χρονογράφος
χρονοκρατέω
χρονοκράτωρ
χρονολάβον
χρόνος
χρονοτριβέω
χρονόω
χρούστη
χρυσάετος
View word page
χρονογραφέω
compile annals
ShortDef
compile annals
Debugging
Headword:
χρονογραφέω
Headword (normalized):
χρονογραφέω
Headword (normalized/stripped):
χρονογραφεω
IDX:
97160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97161
Key:
Data
{'content': 'compile annals'}