Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Χρομίος
Χρόμις
χρόμις
χρονίζω
χρονικός
χρονιόομαι
χρόνιος
χρονιότης
χρονίσκος
χρονισμός
χρονιστέον
χρονιστέος
χρονιστός
χρονογραφέω
χρονογραφία
χρονογράφος
χρονοκρατέω
χρονοκράτωρ
χρονολάβον
χρόνος
χρονοτριβέω
View word page
χρονιστέον
one must spend time

ShortDef

one must spend time

Debugging

Headword:
χρονιστέον
Headword (normalized):
χρονιστέον
Headword (normalized/stripped):
χρονιστεον
IDX:
97157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97158
Key:

Data

{'content': 'one must spend time'}