Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρόμαδος
χρόμη
Χρομίος
Χρόμις
χρόμις
χρονίζω
χρονικός
χρονιόομαι
χρόνιος
χρονιότης
χρονίσκος
χρονισμός
χρονιστέον
χρονιστέος
χρονιστός
χρονογραφέω
χρονογραφία
χρονογράφος
χρονοκρατέω
χρονοκράτωρ
χρονολάβον
View word page
χρονίσκος
a short time

ShortDef

a short time

Debugging

Headword:
χρονίσκος
Headword (normalized):
χρονίσκος
Headword (normalized/stripped):
χρονισκος
IDX:
97155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97156
Key:

Data

{'content': 'a short time'}