Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρόϊσις
χροϊσμός
χρόμαδος
χρόμη
Χρομίος
Χρόμις
χρόμις
χρονίζω
χρονικός
χρονιόομαι
χρόνιος
χρονιότης
χρονίσκος
χρονισμός
χρονιστέον
χρονιστέος
χρονιστός
χρονογραφέω
χρονογραφία
χρονογράφος
χρονοκρατέω
View word page
χρόνιος
after a long time, late

ShortDef

after a long time, late

Debugging

Headword:
χρόνιος
Headword (normalized):
χρόνιος
Headword (normalized/stripped):
χρονιος
IDX:
97153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97154
Key:

Data

{'content': 'after a long time, late'}