Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χροιή
χρόϊσις
χροϊσμός
χρόμαδος
χρόμη
Χρομίος
Χρόμις
χρόμις
χρονίζω
χρονικός
χρονιόομαι
χρόνιος
χρονιότης
χρονίσκος
χρονισμός
χρονιστέον
χρονιστέος
χρονιστός
χρονογραφέω
χρονογραφία
χρονογράφος
View word page
χρονιόομαι
become chronic

ShortDef

become chronic

Debugging

Headword:
χρονιόομαι
Headword (normalized):
χρονιόομαι
Headword (normalized/stripped):
χρονιοομαι
IDX:
97152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97153
Key:

Data

{'content': 'become chronic'}