Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χροιά
χροΐζω
χροιή
χρόϊσις
χροϊσμός
χρόμαδος
χρόμη
Χρομίος
Χρόμις
χρόμις
χρονίζω
χρονικός
χρονιόομαι
χρόνιος
χρονιότης
χρονίσκος
χρονισμός
χρονιστέον
χρονιστέος
χρονιστός
χρονογραφέω
View word page
χρονίζω
to spend time

ShortDef

to spend time

Debugging

Headword:
χρονίζω
Headword (normalized):
χρονίζω
Headword (normalized/stripped):
χρονιζω
IDX:
97150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97151
Key:

Data

{'content': 'to spend time'}