Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Χριστός
χριστός
χρίω
χροάζω
χροιά
χροΐζω
χροιή
χρόϊσις
χροϊσμός
χρόμαδος
χρόμη
Χρομίος
Χρόμις
χρόμις
χρονίζω
χρονικός
χρονιόομαι
χρόνιος
χρονιότης
χρονίσκος
χρονισμός
View word page
χρόμη
the neighing
ShortDef
the neighing
Debugging
Headword:
χρόμη
Headword (normalized):
χρόμη
Headword (normalized/stripped):
χρομη
IDX:
97146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97147
Key:
Data
{'content': 'the neighing'}