Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρῖσμα
χριστέον
χριστήριον
χρίστης
χριστιανικός
Χριστιανός
Χριστός
χριστός
χρίω
χροάζω
χροιά
χροΐζω
χροιή
χρόϊσις
χροϊσμός
χρόμαδος
χρόμη
Χρομίος
Χρόμις
χρόμις
χρονίζω
View word page
χροιά
the surface of a body, the skin; the body

ShortDef

the surface of a body, the skin; the body

Debugging

Headword:
χροιά
Headword (normalized):
χροιά
Headword (normalized/stripped):
χροια
IDX:
97140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97141
Key:

Data

{'content': 'the surface of a body, the skin; the body'}