Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀξίωμα
ἀξιωματικός
ἀξιωμάτιον
ἀξίωσις
ἀξιωτέον
ἀξόανος
ἀξονήλατος
ἀξόνιον
ἀξόνιος
ἄξοος
ἀξουγγία
ἀξουγγιασμός
ἀξυγκρότητος
ἀξυλία
ἄξυλος
ἀξυρής
ἀξύστος
ἄξων
ἀογκέω
ἄογκος
ἀοζέω
View word page
ἀξουγγία
tallow, grease

ShortDef

tallow, grease

Debugging

Headword:
ἀξουγγία
Headword (normalized):
ἀξουγγία
Headword (normalized/stripped):
αξουγγια
IDX:
9713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9714
Key:

Data

{'content': 'tallow, grease'}