Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀξιώλεθρος
ἀξίωμα
ἀξιωματικός
ἀξιωμάτιον
ἀξίωσις
ἀξιωτέον
ἀξόανος
ἀξονήλατος
ἀξόνιον
ἀξόνιος
ἄξοος
ἀξουγγία
ἀξουγγιασμός
ἀξυγκρότητος
ἀξυλία
ἄξυλος
ἀξυρής
ἀξύστος
ἄξων
ἀογκέω
ἄογκος
View word page
ἄξοος
unwrought, not carved
ShortDef
unwrought, not carved
Debugging
Headword:
ἄξοος
Headword (normalized):
ἄξοος
Headword (normalized/stripped):
αξοος
IDX:
9712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9713
Key:
Data
{'content': 'unwrought, not carved'}