Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρηστολογέομαι
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστομάθεια
χρηστομαθέω
χρηστομαθής
χρηστομουσέω
χρηστός
χρηστότης
χρηστουργία
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρηστοφωνία
χρῖμα
χρίμπτω
χρίσιμος
χρῖσις
χρῖσμα
χριστέον
χριστήριον
χρίστης
View word page
χρηστοφιλία
the having good friends, the friendship of good men
ShortDef
the having good friends, the friendship of good men
Debugging
Headword:
χρηστοφιλία
Headword (normalized):
χρηστοφιλία
Headword (normalized/stripped):
χρηστοφιλια
IDX:
97123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97124
Key:
Data
{'content': 'the having good friends, the friendship of good men'}