Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρηστήριος
χρηστηριώδης
χρήστης
χρηστικός
χρηστογραφία
χρηστοήθεια
χρηστοήθης
χρηστοινέω
χρηστοκαρπία
χρηστόκαρπος
χρηστολογέομαι
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστομάθεια
χρηστομαθέω
χρηστομαθής
χρηστομουσέω
χρηστός
χρηστότης
χρηστουργία
χρηστοφιλία
View word page
χρηστολογέομαι
to be used in a favourable sense
ShortDef
to be used in a favourable sense
Debugging
Headword:
χρηστολογέομαι
Headword (normalized):
χρηστολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
χρηστολογεομαι
IDX:
97113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97114
Key:
Data
{'content': 'to be used in a favourable sense'}