Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρησμῳδικός
χρησμῳδόληρος
χρησμῳδός
χρήσμων
χρηστέον
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρηστηριώδης
χρήστης
χρηστικός
χρηστογραφία
χρηστοήθεια
χρηστοήθης
χρηστοινέω
χρηστοκαρπία
χρηστόκαρπος
χρηστολογέομαι
χρηστολογία
View word page
χρηστηριώδης
oracular, divine

ShortDef

oracular, divine

Debugging

Headword:
χρηστηριώδης
Headword (normalized):
χρηστηριώδης
Headword (normalized/stripped):
χρηστηριωδης
IDX:
97104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97105
Key:

Data

{'content': 'oracular, divine'}