Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρησμῴδημα
χρησμώδης
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδόληρος
χρησμῳδός
χρήσμων
χρηστέον
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρηστηριώδης
χρήστης
χρηστικός
χρηστογραφία
χρηστοήθεια
χρηστοήθης
χρηστοινέω
χρηστοκαρπία
View word page
χρηστηριάζω
to give oracles, prophesy

ShortDef

to give oracles, prophesy

Debugging

Headword:
χρηστηριάζω
Headword (normalized):
χρηστηριάζω
Headword (normalized/stripped):
χρηστηριαζω
IDX:
97101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97102
Key:

Data

{'content': 'to give oracles, prophesy'}