Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρησμοσύνη
χρησμοφόρος
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῴδημα
χρησμώδης
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδόληρος
χρησμῳδός
χρήσμων
χρηστέον
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρηστηριώδης
χρήστης
χρηστικός
χρηστογραφία
View word page
χρήσμων
difficult to live with

ShortDef

difficult to live with

Debugging

Headword:
χρήσμων
Headword (normalized):
χρήσμων
Headword (normalized/stripped):
χρησμων
IDX:
97097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97098
Key:

Data

{'content': 'difficult to live with'}