Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφόρος
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῴδημα
χρησμώδης
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδόληρος
χρησμῳδός
χρήσμων
χρηστέον
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρηστηριώδης
χρήστης
View word page
χρησμῳδόληρος
oracular nonsense

ShortDef

oracular nonsense

Debugging

Headword:
χρησμῳδόληρος
Headword (normalized):
χρησμῳδόληρος
Headword (normalized/stripped):
χρησμωδοληρος
IDX:
97095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97096
Key:

Data

{'content': 'oracular nonsense'}