Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρησμοπευστέω
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφόρος
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῴδημα
χρησμώδης
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδόληρος
χρησμῳδός
χρήσμων
χρηστέον
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρηστηριώδης
View word page
χρησμῳδικός
oracular

ShortDef

oracular

Debugging

Headword:
χρησμῳδικός
Headword (normalized):
χρησμῳδικός
Headword (normalized/stripped):
χρησμωδικος
IDX:
97094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97095
Key:

Data

{'content': 'oracular'}