Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρησμολόγος
χρησμολύτης
χρησμοπευστέω
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφόρος
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῴδημα
χρησμώδης
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδόληρος
χρησμῳδός
χρήσμων
χρηστέον
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
View word page
χρησμώδης
oracular

ShortDef

oracular

Debugging

Headword:
χρησμώδης
Headword (normalized):
χρησμώδης
Headword (normalized/stripped):
χρησμωδης
IDX:
97092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97093
Key:

Data

{'content': 'oracular'}