Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρησμολογική
χρησμολόγιον
χρησμολόγος
χρησμολύτης
χρησμοπευστέω
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφόρος
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῴδημα
χρησμώδης
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδόληρος
χρησμῳδός
χρήσμων
χρηστέον
χρηστέος
χρηστεύομαι
View word page
χρησμῳδέω
to chant oracles

ShortDef

to chant oracles

Debugging

Headword:
χρησμῳδέω
Headword (normalized):
χρησμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
χρησμωδεω
IDX:
97090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97091
Key:

Data

{'content': 'to chant oracles'}