Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρησμολογέω
χρησμολογία
χρησμολογική
χρησμολόγιον
χρησμολόγος
χρησμολύτης
χρησμοπευστέω
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφόρος
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῴδημα
χρησμώδης
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδόληρος
χρησμῳδός
χρήσμων
χρηστέον
View word page
χρησμοφόρος
bringing oracles

ShortDef

bringing oracles

Debugging

Headword:
χρησμοφόρος
Headword (normalized):
χρησμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
χρησμοφορος
IDX:
97088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97089
Key:

Data

{'content': 'bringing oracles'}