Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρησμοδοτέω
χρησμοδότημα
χρησμοδότης
χρησμολογέω
χρησμολογία
χρησμολογική
χρησμολόγιον
χρησμολόγος
χρησμολύτης
χρησμοπευστέω
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφόρος
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῴδημα
χρησμώδης
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδόληρος
View word page
χρησμοποιός
making oracles in verse

ShortDef

making oracles in verse

Debugging

Headword:
χρησμοποιός
Headword (normalized):
χρησμοποιός
Headword (normalized/stripped):
χρησμοποιος
IDX:
97085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97086
Key:

Data

{'content': 'making oracles in verse'}