Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρήσιμος
χρησιμότης
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμηγόρος
χρησμογράφιον
χρησμοδοσία
χρησμοδοτέω
χρησμοδότημα
χρησμοδότης
χρησμολογέω
χρησμολογία
χρησμολογική
χρησμολόγιον
χρησμολόγος
χρησμολύτης
χρησμοπευστέω
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
View word page
χρησμοδότης
one who gives oracles, prophet, soothsayer
ShortDef
one who gives oracles, prophet, soothsayer
Debugging
Headword:
χρησμοδότης
Headword (normalized):
χρησμοδότης
Headword (normalized/stripped):
χρησμοδοτης
IDX:
97077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97078
Key:
Data
{'content': 'one who gives oracles, prophet, soothsayer'}