Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρησιμολογέω
χρησιμολογία
χρήσιμος
χρησιμότης
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμηγόρος
χρησμογράφιον
χρησμοδοσία
χρησμοδοτέω
χρησμοδότημα
χρησμοδότης
χρησμολογέω
χρησμολογία
χρησμολογική
χρησμολόγιον
χρησμολόγος
χρησμολύτης
χρησμοπευστέω
χρησμοποιός
View word page
χρησμοδοτέω
give oracles

ShortDef

give oracles

Debugging

Headword:
χρησμοδοτέω
Headword (normalized):
χρησμοδοτέω
Headword (normalized/stripped):
χρησμοδοτεω
IDX:
97075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97076
Key:

Data

{'content': 'give oracles'}