Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρηματοφύλαξ
χρημοσύνη
χρησιμεύω
χρησιμολογέω
χρησιμολογία
χρήσιμος
χρησιμότης
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμηγόρος
χρησμογράφιον
χρησμοδοσία
χρησμοδοτέω
χρησμοδότημα
χρησμοδότης
χρησμολογέω
χρησμολογία
χρησμολογική
χρησμολόγιον
χρησμολόγος
View word page
χρησμηγόρος
uttering oracles

ShortDef

uttering oracles

Debugging

Headword:
χρησμηγόρος
Headword (normalized):
χρησμηγόρος
Headword (normalized/stripped):
χρησμηγορος
IDX:
97072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97073
Key:

Data

{'content': 'uttering oracles'}