Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρηματουργία
χρηματοφθορικός
χρηματοφυλάκιον
χρηματοφύλαξ
χρημοσύνη
χρησιμεύω
χρησιμολογέω
χρησιμολογία
χρήσιμος
χρησιμότης
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμηγόρος
χρησμογράφιον
χρησμοδοσία
χρησμοδοτέω
χρησμοδότημα
χρησμοδότης
χρησμολογέω
χρησμολογία
View word page
χρῆσις
a using, employment, use

ShortDef

a using, employment, use

Debugging

Headword:
χρῆσις
Headword (normalized):
χρῆσις
Headword (normalized/stripped):
χρησις
IDX:
97069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97070
Key:

Data

{'content': 'a using, employment, use'}