Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρῆμα
χρηματαγωγός
χρηματίζω
χρηματικός
χρημάτισις
χρηματισμός
χρηματιστέον
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματίτης
χρηματοδαίτης
χρηματοποιός
χρηματουργία
χρηματοφθορικός
χρηματοφυλάκιον
χρηματοφύλαξ
χρημοσύνη
χρησιμεύω
χρησιμολογέω
View word page
χρηματιστικός
of or for traffic and money-making

ShortDef

of or for traffic and money-making

Debugging

Headword:
χρηματιστικός
Headword (normalized):
χρηματιστικός
Headword (normalized/stripped):
χρηματιστικος
IDX:
97055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97056
Key:

Data

{'content': 'of or for traffic and money-making'}