Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματαγωγός
χρηματίζω
χρηματικός
χρημάτισις
χρηματισμός
χρηματιστέον
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματίτης
χρηματοδαίτης
χρηματοποιός
χρηματουργία
χρηματοφθορικός
χρηματοφυλάκιον
χρηματοφύλαξ
χρημοσύνη
χρησιμεύω
View word page
χρηματιστής
a man in business, money-getter, trafficker
ShortDef
a man in business, money-getter, trafficker
Debugging
Headword:
χρηματιστής
Headword (normalized):
χρηματιστής
Headword (normalized/stripped):
χρηματιστης
IDX:
97054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97055
Key:
Data
{'content': 'a man in business, money-getter, trafficker'}