Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρῄζω
χρῄζω2
χρηΐζω
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματαγωγός
χρηματίζω
χρηματικός
χρημάτισις
χρηματισμός
χρηματιστέον
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματίτης
χρηματοδαίτης
χρηματοποιός
χρηματουργία
χρηματοφθορικός
χρηματοφυλάκιον
View word page
χρηματιστέον
one must make money

ShortDef

one must make money

Debugging

Headword:
χρηματιστέον
Headword (normalized):
χρηματιστέον
Headword (normalized/stripped):
χρηματιστεον
IDX:
97051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97052
Key:

Data

{'content': 'one must make money'}