Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀξιοτίμητος
ἀξιότιμος
ἀξιοφανής
ἀξιοφίλητος
ἀξιοχρεία
ἀξιόχρεως
ἀξιόω
ἄξιφος
ἀξιώλεθρος
ἀξίωμα
ἀξιωματικός
ἀξιωμάτιον
ἀξίωσις
ἀξιωτέον
ἀξόανος
ἀξονήλατος
ἀξόνιον
ἀξόνιος
ἄξοος
ἀξουγγία
ἀξουγγιασμός
View word page
ἀξιωματικός
dignified, honourable

ShortDef

dignified, honourable

Debugging

Headword:
ἀξιωματικός
Headword (normalized):
ἀξιωματικός
Headword (normalized/stripped):
αξιωματικος
IDX:
9704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9705
Key:

Data

{'content': 'dignified, honourable'}