Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρεωφυλάκιον
χρεωφύλαξ
χρή
χρῇ
χρῄζω
χρῄζω2
χρηΐζω
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματαγωγός
χρηματίζω
χρηματικός
χρημάτισις
χρηματισμός
χρηματιστέον
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματίτης
χρηματοδαίτης
View word page
χρηματίζω
to negotiate, transact business, have dealings

ShortDef

to negotiate, transact business, have dealings

Debugging

Headword:
χρηματίζω
Headword (normalized):
χρηματίζω
Headword (normalized/stripped):
χρηματιζω
IDX:
97047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97048
Key:

Data

{'content': 'to negotiate, transact business, have dealings'}