Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρεωφυλακία
χρεωφυλακικός
χρεωφυλάκιον
χρεωφύλαξ
χρή
χρῇ
χρῄζω
χρῄζω2
χρηΐζω
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματαγωγός
χρηματίζω
χρηματικός
χρημάτισις
χρηματισμός
χρηματιστέον
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
View word page
χρῆμα
thing, (pl.) goods, property, money
ShortDef
thing, (pl.) goods, property, money
Debugging
Headword:
χρῆμα
Headword (normalized):
χρῆμα
Headword (normalized/stripped):
χρημα
IDX:
97045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97046
Key:
Data
{'content': 'thing, (pl.) goods, property, money'}