Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρεωλυτέω
χρεωλύτησις
χρεών
χρεωστέω
χρεώστημα
χρεώστης
χρεωστία
χρεωστικῶς
χρεωφειλέτης
χρεωφείλημα
χρεωφυλακέω
χρεωφυλακία
χρεωφυλακικός
χρεωφυλάκιον
χρεωφύλαξ
χρή
χρῇ
χρῄζω
χρῄζω2
χρηΐζω
χρηΐσκομαι
View word page
χρεωφυλακέω
to be a χρεωφύλαξ

ShortDef

to be a χρεωφύλαξ

Debugging

Headword:
χρεωφυλακέω
Headword (normalized):
χρεωφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
χρεωφυλακεω
IDX:
97034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97035
Key:

Data

{'content': 'to be a χρεωφύλαξ'}