Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρεωκοπία
χρεωκοπίδης
χρεωλυτέω
χρεωλύτησις
χρεών
χρεωστέω
χρεώστημα
χρεώστης
χρεωστία
χρεωστικῶς
χρεωφειλέτης
χρεωφείλημα
χρεωφυλακέω
χρεωφυλακία
χρεωφυλακικός
χρεωφυλάκιον
χρεωφύλαξ
χρή
χρῇ
χρῄζω
χρῄζω2
View word page
χρεωφειλέτης
a debtor, one in debt

ShortDef

a debtor, one in debt

Debugging

Headword:
χρεωφειλέτης
Headword (normalized):
χρεωφειλέτης
Headword (normalized/stripped):
χρεωφειλετης
IDX:
97032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97033
Key:

Data

{'content': 'a debtor, one in debt'}