Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρεοδοσία
χρεοδοτέω
χρέος
χρεώ
χρεωκοπέω
χρεωκοπία
χρεωκοπίδης
χρεωλυτέω
χρεωλύτησις
χρεών
χρεωστέω
χρεώστημα
χρεώστης
χρεωστία
χρεωστικῶς
χρεωφειλέτης
χρεωφείλημα
χρεωφυλακέω
χρεωφυλακία
χρεωφυλακικός
χρεωφυλάκιον
View word page
χρεωστέω
to be in debt
ShortDef
to be in debt
Debugging
Headword:
χρεωστέω
Headword (normalized):
χρεωστέω
Headword (normalized/stripped):
χρεωστεω
IDX:
97027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97028
Key:
Data
{'content': 'to be in debt'}