Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρεμετιστικός
χρέμμα
χρέμπτομαι
χρέμψ
χρεοδοσία
χρεοδοτέω
χρέος
χρεώ
χρεωκοπέω
χρεωκοπία
χρεωκοπίδης
χρεωλυτέω
χρεωλύτησις
χρεών
χρεωστέω
χρεώστημα
χρεώστης
χρεωστία
χρεωστικῶς
χρεωφειλέτης
χρεωφείλημα
View word page
χρεωκοπίδης
one who cancels his debts, an insolvent
ShortDef
one who cancels his debts, an insolvent
Debugging
Headword:
χρεωκοπίδης
Headword (normalized):
χρεωκοπίδης
Headword (normalized/stripped):
χρεωκοπιδης
IDX:
97023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97024
Key:
Data
{'content': 'one who cancels his debts, an insolvent'}