Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρεμέτισμα
χρεμετισμός
χρεμετιστικός
χρέμμα
χρέμπτομαι
χρέμψ
χρεοδοσία
χρεοδοτέω
χρέος
χρεώ
χρεωκοπέω
χρεωκοπία
χρεωκοπίδης
χρεωλυτέω
χρεωλύτησις
χρεών
χρεωστέω
χρεώστημα
χρεώστης
χρεωστία
χρεωστικῶς
View word page
χρεωκοπέω
cut down a debt, defraud one's creditors

ShortDef

cut down a debt, defraud one's creditors

Debugging

Headword:
χρεωκοπέω
Headword (normalized):
χρεωκοπέω
Headword (normalized/stripped):
χρεωκοπεω
IDX:
97021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97022
Key:

Data

{'content': "cut down a debt, defraud one's creditors"}