Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χρεία
χρειακός
χρεῖος2
χρειόω
χρειώδης
χρεμετίζω
χρεμέτισμα
χρεμετισμός
χρεμετιστικός
χρέμμα
χρέμπτομαι
χρέμψ
χρεοδοσία
χρεοδοτέω
χρέος
χρεώ
χρεωκοπέω
χρεωκοπία
χρεωκοπίδης
χρεωλυτέω
χρεωλύτησις
View word page
χρέμπτομαι
to clear one's throat, to hawk and spit, cough
ShortDef
to clear one's throat, to hawk and spit, cough
Debugging
Headword:
χρέμπτομαι
Headword (normalized):
χρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
χρεμπτομαι
IDX:
97015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97016
Key:
Data
{'content': "to clear one's throat, to hawk and spit, cough"}