Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρεία
χρειακός
χρεῖος2
χρειόω
χρειώδης
χρεμετίζω
χρεμέτισμα
χρεμετισμός
χρεμετιστικός
χρέμμα
χρέμπτομαι
χρέμψ
χρεοδοσία
χρεοδοτέω
χρέος
χρεώ
χρεωκοπέω
χρεωκοπία
χρεωκοπίδης
View word page
χρεμετιστικός
fond of neighing, able to neigh

ShortDef

fond of neighing, able to neigh

Debugging

Headword:
χρεμετιστικός
Headword (normalized):
χρεμετιστικός
Headword (normalized/stripped):
χρεμετιστικος
IDX:
97013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97014
Key:

Data

{'content': 'fond of neighing, able to neigh'}