Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χράω2
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρεία
χρειακός
χρεῖος2
χρειόω
χρειώδης
χρεμετίζω
χρεμέτισμα
χρεμετισμός
χρεμετιστικός
χρέμμα
χρέμπτομαι
χρέμψ
χρεοδοσία
χρεοδοτέω
χρέος
χρεώ
χρεωκοπέω
χρεωκοπία
View word page
χρεμετισμός
a neighing, whinnying

ShortDef

a neighing, whinnying

Debugging

Headword:
χρεμετισμός
Headword (normalized):
χρεμετισμός
Headword (normalized/stripped):
χρεμετισμος
IDX:
97012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97013
Key:

Data

{'content': 'a neighing, whinnying'}