Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χράω
χράω2
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρεία
χρειακός
χρεῖος2
χρειόω
χρειώδης
χρεμετίζω
χρεμέτισμα
χρεμετισμός
χρεμετιστικός
χρέμμα
χρέμπτομαι
χρέμψ
χρεοδοσία
χρεοδοτέω
χρέος
χρεώ
χρεωκοπέω
View word page
χρεμέτισμα
neighing, whinnying

ShortDef

neighing, whinnying

Debugging

Headword:
χρεμέτισμα
Headword (normalized):
χρεμέτισμα
Headword (normalized/stripped):
χρεμετισμα
IDX:
97011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97012
Key:

Data

{'content': 'neighing, whinnying'}