Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χραύω
χράω
χράω2
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρεία
χρειακός
χρεῖος2
χρειόω
χρειώδης
χρεμετίζω
χρεμέτισμα
χρεμετισμός
χρεμετιστικός
χρέμμα
χρέμπτομαι
χρέμψ
χρεοδοσία
χρεοδοτέω
χρέος
χρεώ
View word page
χρεμετίζω
to neigh, whinny

ShortDef

to neigh, whinny

Debugging

Headword:
χρεμετίζω
Headword (normalized):
χρεμετίζω
Headword (normalized/stripped):
χρεμετιζω
IDX:
97010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97011
Key:

Data

{'content': 'to neigh, whinny'}