Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χράομαι
χραῦσις
χραύω
χράω
χράω2
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρεία
χρειακός
χρεῖος2
χρειόω
χρειώδης
χρεμετίζω
χρεμέτισμα
χρεμετισμός
χρεμετιστικός
χρέμμα
χρέμπτομαι
χρέμψ
χρεοδοσία
χρεοδοτέω
View word page
χρειόω
have force, avail
ShortDef
have force, avail
Debugging
Headword:
χρειόω
Headword (normalized):
χρειόω
Headword (normalized/stripped):
χρειοω
IDX:
97008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97009
Key:
Data
{'content': 'have force, avail'}