Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χραισμήεις
χραισμήϊον
χραισμήτωρ
χραντός
χράομαι
χραῦσις
χραύω
χράω
χράω2
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρεία
χρειακός
χρεῖος2
χρειόω
χρειώδης
χρεμετίζω
χρεμέτισμα
χρεμετισμός
χρεμετιστικός
χρέμμα
View word page
χρεάρπαξ
one who grasps at money

ShortDef

one who grasps at money

Debugging

Headword:
χρεάρπαξ
Headword (normalized):
χρεάρπαξ
Headword (normalized/stripped):
χρεαρπαξ
IDX:
97004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97005
Key:

Data

{'content': 'one who grasps at money'}