Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χραίσμη
χραισμήεις
χραισμήϊον
χραισμήτωρ
χραντός
χράομαι
χραῦσις
χραύω
χράω
χράω2
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρεία
χρειακός
χρεῖος2
χρειόω
χρειώδης
χρεμετίζω
χρεμέτισμα
χρεμετισμός
χρεμετιστικός
View word page
χρεαγωγός
one who carries a debtor to prison
ShortDef
one who carries a debtor to prison
Debugging
Headword:
χρεαγωγός
Headword (normalized):
χρεαγωγός
Headword (normalized/stripped):
χρεαγωγος
IDX:
97003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97004
Key:
Data
{'content': 'one who carries a debtor to prison'}